πεντάνευρο

πεντάνευρο
(πλαντάγο το μεγάλο). Φυτό της οικογένειας των πλανταγινιδών (δικοτυλήδονα), κοινότατο σε όλη την Ελλάδα, σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς, κατά μήκος των δρόμων και των ρυακιών, γύρω από τα σπίτια κ.α. Ανθίζει από την άνοιξη έως και όλο το καλοκαίρι. Τα φύλλα του είναι κατά παράριζο ρόδακα, πλατιά, ωοειδή-ελλειψοειδή, μακρόμισχα. Από το κέντρο του ρόδακα των φύλλων υψώνονται επιμήκεις ποδίσκοι που υποστηρίζουν κυλινδρικούς στάχεις, αποτελούμενους από πολύ μικρά πρασινωπά άνθη, με στεφάνη κυπελλόμορφη και χείλη μόλις σχισμένα, σε τέσσερις λοβούς· από κάθε άνθος βγαίνουν τέσσερις επιμήκεις στήμονες, καθένας από τους οποίους φέρει έναν κίτρινο καταπίπτοντα ανθήρα. Αρκετά κοινά στην Ελλάδα είναι και τα είδη: π. το μεσαίο, με άνθη ρόδινα, και π. το λογχοειδές. Και τα δύο μοιάζουν λίγο με το πρώτο, αλλά διακρίνονται γιατί έχουν το πρώτο φύλλο ελλειψοειδές και το δεύτερο λογχοειδές. Εξάλλου ο στάχυς του π. του μεσαίου είναι πιο κοντός και πιο πυκνός από τον στάχυ του π. του μεγάλου. Οι στάχεις των διαφόρων ειδών πλαντάγου χρησιμοποιούνται για διατροφή των μικρών πουλιών. Το π. ο κορωνόπους φυτρώνει σε άγονες, αμμώδεις, παραθαλάσσιες περιοχές παντού στην Ελλάδα και είναι γνωστό με τα κοινά ονόματα: κυπαρισσόχορτο, περδικοπάτημα, κορακοπόδι, πυκνόχορτο. Τα παράριζα φύλλα του είναι τρυφερά, ελαφρά σαρκώδη και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για σαλάτα, θεωρείται φυτό φαρμακευτικό κατά των παθήσεων των νεφρών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει 14 ακόμα είδη του γένους πλαντάγο, όπως π. το λευκωπόν, π. το κρητικό, π. το ορεινό, π. το αμμόφιλο, π. ο κύνωψ, π. το τροπιδοφόρο, π. το σαρκόφυλλο κλπ. Ο κορωνόπους, είδος πεντάνευρου. Το φυτό πεντάνευρο. Πεντάνευρο (πλαντάγο το μείζον): το άνθος του.
* * *
και πεντανεύρι και πεντόνευρο, το / πεντάνευρον, ΝΑ
το φυτό πλαντάγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + νεύρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πεντόνευρο — το βλ. πεντάνευρο …   Dictionary of Greek

  • ηλιόφιλα — Φυτά που για να αναπτυχθούν χρειάζονται έντονη ηλιακή ή τεχνητή ακτινοβολία. Φυτρώνουν σε ανοιχτές περιοχές και δεν μπορούν να ζήσουν για πολύ καιρό στη σκιά. H. φυτά είναι τόσο τα ποώδη, όπως το πεντάνευρο, η νυμφαία κ.ά., όσο και τα ξυλώδη… …   Dictionary of Greek

  • πολύνευρο — το φυτό που τα φύλλα του έχουν πολλές νευρώσεις, αλλ. πεντάνευρο, χηνοπόδι, ψυλλόχορτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”